χιονογραμμή

χιονογραμμή
η, Ν
1. γραμμή πάνω σε χιόνι
2. το όριο τού διαρκούς χιονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + γραμμή. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”